λείρια

λείρια
λείριον
Madonna lily
neut nom/voc/acc pl
λείριος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λείρι' — λείρια , λείριον Madonna lily neut nom/voc/acc pl λείρια , λείριος neut nom/voc/acc pl λείριε , λείριος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SUSA, ORUM — urbs Asiae nobilissima, Susianae regionis, quae, post Abradati mortem, a Cyro subiugata est, Xenoph. in Cyropad. caput et regia, a Tithono, Memnonis patre, condita, repatata a Dario, Plin. l. 6. c. 27. Ptol. Curtius l. 5. c. 1. ad Eulaeum fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλάκαρο — Γένος ακάρεων της οικογένειας των αλακαριδών. Το σχήμα του σώματός τους είναι ωοειδές, με ρύγχος που μοιάζει με προβοσκίδα η οποία καταλήγει σε ευδιάκριτο εσωτερικό χείλος. Η ράχη και η κοιλιά τους καλύπτονται από λείες πλάκες που συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ανθόχειρα — (anthochaera). Γένος στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των μελιφαγιδών. Ζουν στις περισσότερες χώρες του πλανήτη μας, κυρίως όμως στις εύκρατες. To σώμα τους έχει μήκος περίπου 20 30 εκ. χωρίς την ουρά. Το ράμφος τους είναι μακρύ και κυρτό… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”